-
1 προ-πετής
προ-πετής, ές, vornüber fallend, vorwärts geneigt, hingestreckt, κεῖται, Soph. Trach. 698. 972. – Uebertr., voreilig, vorschnell, keck; κλᾶρος, Pind. N. 6, 65; οἱ γλώσσῃ προπετεῖς, Gall. 2 ( Plan. 89); γέλως, Isocr. 1, 15; vgl. προπετεῖς τοῠ σώματος ἡδοναί, Aesch. 1, 191; u. so adv., μὴ προπετῶς ἀποκρινόμενοι πταίσωμεν, Plat. Phil. 45 a, προπετῶς χρῆσϑαι αὐτῇ, Dem. 59, 33; vgl. Xen. Cyr. 1, 3, 8, Sp., wie Pol., οὐδὲν προπετὲς οὐδὲ ἄκριτον 5, 12, 7, προπετέστερον ἐχρῶντο ταῖς προνομαῖς 3, 102, 11; – bereit wozu, nahe daran, τύμβου προπετῆ παρϑένον, Eur. Hec. 152; πολιὰς ἐπὶ χαίτας προπετὴς ὤν, Alc. 913; übertr., geneigt wozu, πρὸς τὰς ἡδονάς, Plat. Legg. VII, 792 d; u. so adv., προπετῶς ἔχειν Xen. Cyr. 1, 4, 4, εἴς τι Hell. 6, 5, 24; – γαστέρα προπετεστέραν ἔχειν, zum Durchfall geneigt sein, Ath. XIII, 584 d.
См. также в других словарях:
προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… … Dictionary of Greek